διάσυρσις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάσυρσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[διασυρμός]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]] με χειρουργικό όργανο. | |mltxt=[[διάσυρσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[διασυρμός]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]] με χειρουργικό όργανο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Durchziehen]], [[Verspotten]]</i>, Clem.Al. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A drawing through a surgical dressing, Paul.Aeg.6.62. II metaph., = διασυρμός (disparagement, ridicule), Ptol.Tetr.160.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de tirar, levantamiento de una gasa, Paul.Aeg.6.62.3.
2 burla, menosprecio δ. δέ ἐστιν ψόγος διασυρτικός Clem.Al.Paed.1.9.81.
Greek (Liddell-Scott)
διάσυρσις: -εως, ἡ, = διασυρμός, Πτολεμ. Τετρ. 160, Κλήμης Ἀλ. 146.
Greek Monolingual
διάσυρσις, η (Α)
1. ο διασυρμός
2. έλξη με χειρουργικό όργανο.
German (Pape)
ἡ, das Durchziehen, Verspotten, Clem.Al.