ἀτιμαστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ἀτιμαστής]]) [[ατιμάζω]]<br />αυτός που επιφέρει [[καταισχύνη]], που ντροπιάζει κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=ο (Μ [[ἀτιμαστής]]) [[ατιμάζω]]<br />αυτός που επιφέρει [[καταισχύνη]], που ντροπιάζει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>VLL, der [[Entehrer]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμαστής Medium diacritics: ἀτιμαστής Low diacritics: ατιμαστής Capitals: ΑΤΙΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: atimastḗs Transliteration B: atimastēs Transliteration C: atimastis Beta Code: a)timasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = ἀτιμαστήρ (dishonourer, dishonorer), Gloss.

Spanish (DGE)

-ου insultante, Gloss.2.115.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀτιμαστής) ατιμάζω
αυτός που επιφέρει καταισχύνη, που ντροπιάζει κάποιον ή κάτι.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, VLL, der Entehrer.