πολύχρους: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk. | |elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for πολύχροος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
German (Pape)
zusammengezogen aus πολύχροος.