ἀνισασμός: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[ἀνισασμός]]) [[ισασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τακτοποίηση]], η [[διευθέτηση]]<br /><b>2.</b> ο [[διακανονισμός]] (περιουσιακής διαφοράς)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εξίσωση]], η [[εξομοίωση]]. | |mltxt=ο (Μ [[ἀνισασμός]]) [[ισασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τακτοποίηση]], η [[διευθέτηση]]<br /><b>2.</b> ο [[διακανονισμός]] (περιουσιακής διαφοράς)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εξίσωση]], η [[εξομοίωση]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Ausgleichung]]</i>, Eust. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, equalization, Eust.42.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
igualación, ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσασμός: ὁ, τὸ ἀνισάζειν, ἐξίσωσις, Εὐστ. 42. 6.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνισασμός) ισασμός
νεοελλ.
1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς)
μσν.
η εξίσωση, η εξομοίωση.
German (Pape)
ὁ, Ausgleichung, Eust.