συντριμμός: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΜΑ [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συντριβή]], [[θραύση]], [[θρυμματισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς [[μέγας]] ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ). | |mltxt=ο, ΜΑ [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συντριβή]], [[θραύση]], [[θρυμματισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς [[μέγας]] ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[σύντριψις]], <i>[[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A = σύντριμμα ΙΙ, ruin, ib.Ze.1.10, al. II συντριμμοὶ θανάτου afflictions, miseries, ib.2 Ki.22.5.
Greek (Liddell-Scott)
συντριμμός: ὁ, = σύντριμμα ΙΙ, ὄλεθρος, Ἑβδ. (Σοφον. Α΄, 10). ΙΙ. συντριμμοὶ θανάτου, θλίψεις, ἀθλιότητες, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 5).
Greek Monolingual
ο, ΜΑ συντρίβω
μσν.
συντριβή, θραύση, θρυμματισμός
αρχ.
1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)
2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ).