καταρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταρρήσσω]], αττ. τ. καταρρήττω (Α)<br />[[καταρρήγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]] μεταπλασμένος ενεστ. τ. του [[ῥήγνυμι]].<br /><b>(II)</b><br />καταρρήσω (Α)<br />ιων. τ. του [[καταράσσω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταρρήσσω]], αττ. τ. καταρρήττω (Α)<br />[[καταρρήγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]] μεταπλασμένος ενεστ. τ. του [[ῥήγνυμι]].<br /><b>(II)</b><br />καταρρήσω (Α)<br />ιων. τ. του [[καταράσσω]].
}}
{{pape
|ptext== [[καταρρήγνυμι]], Sp.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρήσσω Medium diacritics: καταρρήσσω Low diacritics: καταρρήσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: katarrḗssō Transliteration B: katarrēssō Transliteration C: katarrisso Beta Code: katarrh/ssw

English (LSJ)

(A), Att. κατα-ρρήττω, A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.

Greek Monolingual

(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.
(II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.

German (Pape)

καταρρήγνυμι, Sp.