αἰκιστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | |lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Mißhandeln]] [[geneigt]]</i>, Poll. 8.75. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, prone to outrage, only in Adv. -κῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.
German (Pape)
zum Mißhandeln geneigt, Poll. 8.75.