ἀποδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
}}
{{pape
|ptext=und [[ἀποδεσμέω]] ? <i>[[anbinden]] an</i> etwas, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεσμεύω Medium diacritics: ἀποδεσμεύω Low diacritics: αποδεσμεύω Capitals: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: apodesmeúō Transliteration B: apodesmeuō Transliteration C: apodesmeyo Beta Code: a)podesmeu/w

English (LSJ)

bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.

German (Pape)

und ἀποδεσμέω ? anbinden an etwas, Sp.