συντεχνίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν<br />[[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεχνίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν<br />[[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεχνίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]])].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, = [[σύντεχνος]] (?).
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνίτης Medium diacritics: συντεχνίτης Low diacritics: συντεχνίτης Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: syntechnítēs Transliteration B: syntechnitēs Transliteration C: syntechnitis Beta Code: suntexni/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = σύντεχνος (fellow-craftsman, practising the same art, mate, fellow-workman), Gloss., v.l. in Act. Ap. 19.25.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, = σύντεχνος (?).