αἰτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[fordernd]]</i>, Artem. 4.2.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτηματικός Medium diacritics: αἰτηματικός Low diacritics: αιτηματικός Capitals: ΑΙΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitēmatikós Transliteration B: aitēmatikos Transliteration C: aitimatikos Beta Code: ai)thmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, disposed to ask, Artem.4.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.

German (Pape)

fordernd, Artem. 4.2.