ἀκατάπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάπτωτος]], -ον) [[καταπίπτω]]<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει ([[συνήθως]] με [[ηθική]] [[σημασία]]<br />να περιπέσει σε [[ανυποληψία]])<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάπτωτος]], -ον) [[καταπίπτω]]<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει ([[συνήθως]] με [[ηθική]] [[σημασία]]<br />να περιπέσει σε [[ανυποληψία]])<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[fallend]], [[untrüglich]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπτωτος Medium diacritics: ἀκατάπτωτος Low diacritics: ακατάπτωτος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: akatáptōtos Transliteration B: akataptōtos Transliteration C: akataptotos Beta Code: a)kata/ptwtos

English (LSJ)

ον, not liable to fall, Eustr. in EN311.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 no derribado de un luchador, Gr.Nyss.Ref.Eun.408.14.
2 que no puede caer τελειότης Eustr.in En.100.22, 311.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, Εὐστ. Πονημ. 187, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπτωτος, -ον) καταπίπτω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία
να περιπέσει σε ανυποληψία)
μσν.
αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.

German (Pape)

nicht fallend, untrüglich, Sp.