διαβρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[durchfressend]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρωτικός Medium diacritics: διαβρωτικός Low diacritics: διαβρωτικός Capitals: ΔΙΑΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabrōtikós Transliteration B: diabrōtikos Transliteration C: diavrotikos Beta Code: diabrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.

Greek (Liddell-Scott)

διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.

German (Pape)

ή, όν, durchfressend, Sp.