νυκτιπλανής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτιπλανής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτοπλανής]].
|mltxt=[[νυκτιπλανής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτοπλανής]].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[νυκτίπλαγκτος]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλᾰνής Medium diacritics: νυκτιπλανής Low diacritics: νυκτιπλανής Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktiplanḗs Transliteration B: nyktiplanēs Transliteration C: nyktiplanis Beta Code: nuktiplanh/s

English (LSJ)

ές, = νυκτίπλανος (roaming by night), νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp. C. 3.268 (vv.ll. νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιπλᾰνής: -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, ἔνθα ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν· - ὡσαύτως νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.

Greek Monolingual

νυκτιπλανής, -ές (Α)
βλ. νυκτοπλανής.

German (Pape)

ές, = νυκτίπλαγκτος.