ἀρρενοκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρενοκοίτης]], ο (Α)<br />ο [[αρσενοκοίτης]]. | |mltxt=[[ἀρρενοκοίτης]], ο (Α)<br />ο [[αρσενοκοίτης]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Knabenschänder]], Ep.adesp</i>. 361 (IX.686) und Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, sodomite, homosexual, AP9.686; (ἀρσενοκοίτης) 1 Ep.Cor.6.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα ἀρρενοκοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. ἀρρενοκοιτία, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
German (Pape)
ὁ, Knabenschänder, Ep.adesp. 361 (IX.686) und Sp.