καταχωρισμός: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α [[καταχωρισμός]]) [[καταχωρίζω]]<br />[[καταχώριση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διευθέτηση]], [[ταξιθέτηση]], [[ταξινόμηση]]. | |mltxt=ὁ (Α [[καταχωρισμός]]) [[καταχωρίζω]]<br />[[καταχώριση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διευθέτηση]], [[ταξιθέτηση]], [[ταξινόμηση]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>das [[Einstellen]], [[Eintragen]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, registration, deposit in a registry, PAmh.2.35.37 (ii B.C.), POxy.514.4 (ii A.D.), etc.: setting in order, πράξεων Andronic.Rhod.p.576 M. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχωρισμός: ὁ, τὸ καταχωρίζειν, κατατάττειν καὶ ἐγγράφειν.
Greek Monolingual
ὁ (Α καταχωρισμός) καταχωρίζω
καταχώριση
αρχ.
διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση.
German (Pape)
ὁ, das Einstellen, Eintragen.