μεγιστότιμος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγιστότιμος]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγιστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. <i>μεγά</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=[[μεγιστότιμος]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγιστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. <i>μεγά</i>-<i>τιμος</i>].
}}
{{pape
|ptext=[τῑ], <i>am höchsten [[geehrt]]</i>, [[Δίκη]], Aesch. <i>Suppl</i>. 690.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστότῑμος Medium diacritics: μεγιστότιμος Low diacritics: μεγιστότιμος Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: megistótimos Transliteration B: megistotimos Transliteration C: megistotimos Beta Code: megisto/timos

English (LSJ)

ον, most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.

Greek Monolingual

μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά-τιμος].

German (Pape)

[τῑ], am höchsten geehrt, Δίκη, Aesch. Suppl. 690.