ἀκαμαντολόγχας: Difference between revisions

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμαντολόγχας]] και [[ἀκαμαντολόγχης]], ο (Α)<br />ο [[ακάματος]], ο [[ακούραστος]] στον αγώνα με [[λόγχη]] και στον πόλεμο γενικότερα, [[πολεμόχαρος]], [[πολεμικός]]<br />«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (<b>Πινδ.</b> Ίσθμ. 7, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]]-<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόγχη]].
|mltxt=[[ἀκαμαντολόγχας]] και [[ἀκαμαντολόγχης]], ο (Α)<br />ο [[ακάματος]], ο [[ακούραστος]] στον αγώνα με [[λόγχη]] και στον πόλεμο γενικότερα, [[πολεμόχαρος]], [[πολεμικός]]<br />«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (<b>Πινδ.</b> Ίσθμ. 7, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]]-<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόγχη]].
}}
{{pape
|ptext=ἀκαμαντολόγχαι Σπαρτοί Pind. <i>I</i>. 6.10, <i>[[unermüdlich]] im [[Speerkampf]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντολόγχας Medium diacritics: ἀκαμαντολόγχας Low diacritics: ακαμαντολόγχας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΛΟΓΧΑΣ
Transliteration A: akamantolónchas Transliteration B: akamantolonchas Transliteration C: akamantologchas Beta Code: a)kamantolo/gxas

English (LSJ)

α, ὁ, unwearied at the spear, Pi.I.7(6).10.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντολόγχᾱς) -ᾱ incansable con la lanza Σπαρτοί Pi.I.7.10.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντολόγχας unwearying with the spear, neverweary of battle Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν (I. 7.10)

Greek Monolingual

ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α)
ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός
«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + λόγχη.

German (Pape)

ἀκαμαντολόγχαι Σπαρτοί Pind. I. 6.10, unermüdlich im Speerkampf.