εἰδοποιΐα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> art du dessin;<br /><b>2</b> nature spécifique d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδοποιός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[art du dessin]];<br /><b>2</b> nature spécifique d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδοποιός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰδοποιΐα:''' ἡ, η ιδιαίτερη [[φύση]] ενός πράγματος, σε Στράβ.
|lsmtext='''εἰδοποιΐα:''' ἡ, η ιδιαίτερη [[φύση]] ενός πράγματος, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 18:50, 28 November 2022

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, Darstellung, Abbildung; Strab. 1, 1, 18; Longin. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 art du dessin;
2 nature spécifique d'une chose.
Étymologie: εἰδοποιός.

Greek Monotonic

εἰδοποιΐα: ἡ, η ιδιαίτερη φύση ενός πράγματος, σε Στράβ.