λυσιτελῶ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὠφελῶ). Ἀπό τό [[λυσιτελής]] (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, [[ὠφέλιμος]]), [[σύνθετο]] ἀπό τό [[λύω]] (=πληρώνω) + [[τέλος]] (=[[φόρος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λυσιτέλεια]] (=[[ὠφέλεια]]), [[λυσιτελούντως]] (=ὠφέλιμα), [[ἀλυσιτελής]] (=ἀνώφελος).
|mantxt=(=[[ὠφελῶ]]). Ἀπό τό [[λυσιτελής]] (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, [[ὠφέλιμος]]), [[σύνθετο]] ἀπό τό [[λύω]] (=[[πληρώνω]]) + [[τέλος]] (=[[φόρος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λυσιτέλεια]] (=[[ὠφέλεια]]), [[λυσιτελούντως]] (=[[ὠφέλιμα]]), [[ἀλυσιτελής]] (=[[ἀνώφελος]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=ὠφελῶ). Ἀπό τό λυσιτελής (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπό τό λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος).
Παράγωγα: λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέλιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος).