ράπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ. | |mantxt=(=[[ράβω]]). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=[[βελόνα]]), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ. | ||
}} | }} |