διατριπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.
|elnltext=διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] [[vertragend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατριπτικός Medium diacritics: διατριπτικός Low diacritics: διατριπτικός Capitals: ΔΙΑΤΡΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatriptikós Transliteration B: diatriptikos Transliteration C: diatriptikos Beta Code: diatriptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.

Russian (Dvoretsky)

διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.

Greek Monolingual

διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)