κιναχύρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κιναχύρα -ας, ἡ [κινέω, ἄχυρον] [[zeef]]. | |elnltext=κιναχύρα -ας, ἡ [[[κινέω]], [[ἄχυρον]]] [[zeef]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:59, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, sieve for bolting flour, Ar.Ec.730.
German (Pape)
[Seite 1439] ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιναχύρα -ας, ἡ [κινέω, ἄχυρον] zeef.
Russian (Dvoretsky)
κῑνᾰχύρα: (ῠ) ἡ (ручная) веялка, сито Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνᾰχύρα: ἡ, εἶδος σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «κιναχύρα, ὄνομα δούλης».
Greek Monolingual
κιναχύρα, ἡ (Α)
είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι.