ξυλοφόριος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, ''[[sc.]]'' [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:15, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφόριος Medium diacritics: ξυλοφόριος Low diacritics: ξυλοφόριος Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: xylophórios Transliteration B: xylophorios Transliteration C: ksyloforios Beta Code: culofo/rios

English (LSJ)

ον, belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.

German (Pape)

[Seite 282] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφόριος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. ἑορτή, ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.

Greek Monolingual

ξυλοφόριος, -ον (Α) ξυλοφόρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων
2. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια
η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).