κελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelefstikos
|Transliteration C=kelefstikos
|Beta Code=keleustiko/s
|Beta Code=keleustiko/s
|Definition=ή, όν, [[hortatory]]:</span> κελευστική (sc. [[τέχνη]]), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>260e</span>; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
|Definition=ή, όν, [[hortatory]]:</span> κελευστική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>260e</span>; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:22, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστικός Medium diacritics: κελευστικός Low diacritics: κελευστικός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: keleustikós Transliteration B: keleustikos Transliteration C: kelefstikos Beta Code: keleustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, hortatory: κελευστική (sc. τέχνη), Pl.Plt.260e; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1415] befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: κελευστός.

Russian (Dvoretsky)

κελευστικός: приказывающий, повелительный: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κελευστήν, παροτρυντικός, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ κελεύειν· ἡ κελευστικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D· τὸ κελευστικόν, οὐσιαστ., Συνέσ.· τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ τὸ κελευστικὸν Πλουτ. Ἠθ. 72, καὶ τὸ Ἐπίρρ. κελευστικῶς.

Greek Monolingual

κελευστικός, -ή, -όν (Α) κελεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.
2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κελευστή, η τέχνη του να διατάζει κανείς.
επίρρ...
κελευστικῶς
με κελευστικό τρόπο.