διάρρηξις: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάρρηξις''': -εως, ἡ, = [[διαρραγή]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.
|lstext='''διάρρηξις''': -εως, ἡ, = [[διαρραγή]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Durchbrechen]], der [[Durchbruch]]</i>, Jos.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διάρρηξις]], -εως)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]] σε ολόκληρη την [[έκταση]]<br /><b>2.</b> [[παραβίαση]] κλειστού χώρου με σκοπό την [[κλοπή]]<br /><b>3.</b> [[κλοπή]]<br /><b>4.</b> [[ακύρωση]] (αρραβώνα, συμβολαίου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διακοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρραγή]], [[σπάσιμο]].
|mltxt=η (AM [[διάρρηξις]], -εως)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]] σε ολόκληρη την [[έκταση]]<br /><b>2.</b> [[παραβίαση]] κλειστού χώρου με σκοπό την [[κλοπή]]<br /><b>3.</b> [[κλοπή]]<br /><b>4.</b> [[ακύρωση]] (αρραβώνα, συμβολαίου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διακοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρραγή]], [[σπάσιμο]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Durchbrechen]], der [[Durchbruch]]</i>, Jos.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρηξις Medium diacritics: διάρρηξις Low diacritics: διάρρηξις Capitals: ΔΙΑΡΡΗΞΙΣ
Transliteration A: diárrēxis Transliteration B: diarrēxis Transliteration C: diarriksis Beta Code: dia/rrhcis

English (LSJ)

εως, ἡ, = διαρραγή (tearing apart, rupture, laceration), Epicur.Ep.2p.49U., J.AJ18.9.1, Herod.Med. in Rh.Mus.49.552.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 rotura c. gen. αὐτῶν (δεσμῶν) Eus.M.23.84B, τῶν πετρῶν Ath.Al.M.28.997B.
2 separación, división c. gen. αὐτῶν de los elementos aéreos y acuosos que provocan el granizo, Epicur.Ep.[3] 106, δ. ποταμῶν n. de un distrito en Babilonia, I.AI 18.315.

Greek (Liddell-Scott)

διάρρηξις: -εως, ἡ, = διαρραγή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.

German (Pape)

ἡ, das Durchbrechen, der Durchbruch, Jos.

Russian (Dvoretsky)

διάρρηξις: εως ἡ разрыв Epicur. ap. Diog. L.

Greek Monolingual

η (AM διάρρηξις, -εως)
μσν.- νεοελλ.
1. θραύση σε ολόκληρη την έκταση
2. παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή
3. κλοπή
4. ακύρωση (αρραβώνα, συμβολαίου κ.λπ.)
5. διακοπή
αρχ.
διαρραγή, σπάσιμο.