κεκαδήσω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]].
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κήδω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]].
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κήδω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκᾰδήσω Medium diacritics: κεκαδήσω Low diacritics: κεκαδήσω Capitals: ΚΕΚΑΔΗΣΩ
Transliteration A: kekadḗsō Transliteration B: kekadēsō Transliteration C: kekadiso Beta Code: kekadh/sw

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών, v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

German (Pape)

fut. zu κήδω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.