καταψυκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katayuktiko/s | |Beta Code=katayuktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[cooling]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>479a31</span>. | |Definition=ή, όν, [[cooling]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>479a31</span>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Abkühlen]] [[geschickt]], [[abkühlend]]</i>, [[νεότης]] δ' ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Arist. <i>respirat</i>. 18. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταψυκτικός]], -ή, -όν) [[καταψύχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[κατάψυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δροσιστικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[καταψυκτικός]], -ή, -όν) [[καταψύχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[κατάψυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δροσιστικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, cooling, Arist.Resp.479a31.
German (Pape)
ή, όν, zum Abkühlen geschickt, abkühlend, νεότης δ' ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Arist. respirat. 18.
Russian (Dvoretsky)
καταψυκτικός: охлаждающий, освежающий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καταψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, νεότης ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) καταψύχω
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.