συνομήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | |elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[συνήθης]], Antip.Sid. 21 (VI.206). | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.] | |mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
ες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
German (Pape)
ες, = συνήθης, Antip.Sid. 21 (VI.206).
Russian (Dvoretsky)
συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).
Greek Monolingual
-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
Greek Monotonic
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
Middle Liddell
συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]