λάλλαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
|btext=ῶν (αἱ) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:52, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάλλαι Medium diacritics: λάλλαι Low diacritics: λάλλαι Capitals: ΛΑΛΛΑΙ
Transliteration A: lállai Transliteration B: lallai Transliteration C: lallai Beta Code: la/llai

English (LSJ)

αἱ, pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.

Greek Monolingual

λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].

Greek Monotonic

λάλλαι: αἱ (λαλέω), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο νερό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λάλλαι, ῶν, αἱ, λαλέω
pebbles, from their prattling in the stream, Theocr.