ἀποπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης [[αὐτοῦ]] γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:34, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέκω Medium diacritics: ἀποπλέκω Low diacritics: αποπλέκω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΚΩ
Transliteration A: apoplékō Transliteration B: apoplekō Transliteration C: apopleko Beta Code: a)pople/kw

English (LSJ)

separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. -πεπλεγμένος, η, ον, divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.