vender: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπαλλοτριόω]], [[ἀμείβω]], [[ἐμπολάω]], [[ἀποδίδωμι]], [[διατίθημι]], [[ἐξαργυρόω]], [[ἐκδιοικέω]], [[διεμπολάω]], [[ἐμπολέω]], [[διαπωλέω]], [[ἀπωνέομαι]], [[ἀποπέρνημι]], [[ἐκπιπράσκω]], [[ἀποπιπράσκω]], [[ἀποπρατίζομαι]], [[διαπιπράσκω]], [[ἀπεμπολάω]], [[ἐμπιπράσκω]] | |sltx=[[ἀπαλλοτριόω]], [[ἀμείβω]], [[ἐμπολάω]], [[ἀποδίδωμι]], [[διατίθημι]], [[ἐξαργυρόω]], [[ἐξαργυρίζω]], [[ἐκδιοικέω]], [[διεμπολάω]], [[ἐμπολέω]], [[διαπωλέω]], [[ἀπωνέομαι]], [[ἀποπέρνημι]], [[ἐκπιπράσκω]], [[ἀποπιπράσκω]], [[ἀποπρατίζομαι]], [[διαπιπράσκω]], [[ἀπεμπολάω]], [[ἐμπιπράσκω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 11 December 2022
Spanish > Greek
ἀπαλλοτριόω, ἀμείβω, ἐμπολάω, ἀποδίδωμι, διατίθημι, ἐξαργυρόω, ἐξαργυρίζω, ἐκδιοικέω, διεμπολάω, ἐμπολέω, διαπωλέω, ἀπωνέομαι, ἀποπέρνημι, ἐκπιπράσκω, ἀποπιπράσκω, ἀποπρατίζομαι, διαπιπράσκω, ἀπεμπολάω, ἐμπιπράσκω