διαιρετέος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /> | |btext=α, ον :<br />qu'il faut <i>ou</i> qu'on peut diviser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαιρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:50, 12 December 2022
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut ou qu'on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.
Greek Monolingual
ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.
Greek Monotonic
διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.
Middle Liddell
διαιρετέος, η, ον verb. adj. of διαιρέω,]
I. to be divided, Plat.
II. διαιρετέον, one must divide, Plat.