dificultoso: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δυσχερής]], [[ἀκανθώδης]], [[δυσπετής]], [[δυσεργής]], [[δυσμεταχείριστος]], [[δυσπαρακόμιστος]], [[δυσαπάντητος]], [[ἀργαλέος]], [[ἄπορος]], [[δυσάντης]], [[ | |sltx=[[δυσχερής]], [[ἀκανθώδης]], [[δυσπετής]], [[δυσεργής]], [[δυσμεταχείριστος]], [[δυσπαρακόμιστος]], [[δυσαπάντητος]], [[ἀργαλέος]], [[ἄπορος]], [[δυσάντης]], [[χαλεπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 27 December 2022
Spanish > Greek
δυσχερής, ἀκανθώδης, δυσπετής, δυσεργής, δυσμεταχείριστος, δυσπαρακόμιστος, δυσαπάντητος, ἀργαλέος, ἄπορος, δυσάντης, χαλεπός