τύπωση: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(42)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τύπωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[τυπῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτύπωση]] («[[τύπωση]] κειμένου»)<br /><b>2.</b> (μεταλλ.-χημ.) [[κατεργασία]] που συνίσταται στην πλαστική [[παραμόρφωση]], εν [[θερμώ]] ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη [[βοήθεια]] τύπων, μητρών<br /><b>3.</b> φωτογραφική [[μέθοδος]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται θετική [[εικόνα]] από αρνητική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματισμός]], [[διαμόρφωση]]<br /><b>2.</b> πνευματική [[εικόνα]] («[[φαντασία]] [[τύπωσις]] ἐν τῇ ψυχῇ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>4.</b> [[εικόνα]] («τῶν ἀνδριάντων ἄλλους ἀρχὴν ἔχοντας τυπώσεως», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> περιληπτική [[περιγραφή]].
|mltxt=η / [[τύπωσις]], τυπώσεως, ΝΜΑ [[τυπῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτύπωση]] («[[τύπωση]] κειμένου»)<br /><b>2.</b> (μεταλλ.-χημ.) [[κατεργασία]] που συνίσταται στην πλαστική [[παραμόρφωση]], εν [[θερμώ]] ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη [[βοήθεια]] τύπων, μητρών<br /><b>3.</b> φωτογραφική [[μέθοδος]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται θετική [[εικόνα]] από αρνητική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματισμός]], [[διαμόρφωση]]<br /><b>2.</b> πνευματική [[εικόνα]] («[[φαντασία]] [[τύπωσις]] ἐν τῇ ψυχῇ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>4.</b> [[εικόνα]] («τῶν ἀνδριάντων ἄλλους ἀρχὴν ἔχοντας τυπώσεως», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> περιληπτική [[περιγραφή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 6 January 2023

Greek Monolingual

η / τύπωσις, τυπώσεως, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
1. εκτύπωσητύπωση κειμένου»)
2. (μεταλλ.-χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών
3. φωτογραφική μέθοδος κατά την οποία λαμβάνεται θετική εικόνα από αρνητική
αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωση
2. πνευματική εικόναφαντασία τύπωσις ἐν τῇ ψυχῇ», Πλούτ.)
3. πρότυπο, υπόδειγμα
4. εικόνα («τῶν ἀνδριάντων ἄλλους ἀρχὴν ἔχοντας τυπώσεως», Σέξτ. Εμπ.)
5. περιληπτική περιγραφή.