Φωκαιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant de Phocée.<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]].
|btext=έως (ὁ) :<br />[[habitant de Phocée]].<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φωκαιεύς Medium diacritics: Φωκαιεύς Low diacritics: Φωκαιεύς Capitals: ΦΩΚΑΙΕΥΣ
Transliteration A: Phōkaieús Transliteration B: Phōkaieus Transliteration C: Fokaiefs Beta Code: *fwkaieu/s

English (LSJ)

Attic Φωκαεύς, ὁ, Phocaean, Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.

Greek Monolingual

-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, , κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.

Middle Liddell

a Phocaean, Hdt., Thuc.