διαμετρητός: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />mesuré.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαμετρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[mesuré]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαμετρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:07, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, A measured, measured out or measured off, δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344. II diametrical, diametral τὴν διαμετρητήν (sc. ὁδὸν) διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medido ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ los dos se colocaron cerca en el lugar medido, e.e., equidistante entre aqueos y troyanos Il.3.344, cf. para el acento EM 269.3G.
German (Pape)
[Seite 590] abgemessen, Hom. einmal, Iliad. 3, 344, vom Platze eines Zweikampfes, καί ῥ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ' ἐγχείας, ἀλλήλοισιν κοτέοντε, vgl. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 511.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mesuré.
Étymologie: adj. verb. de διαμετρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμετρητός -ή -όν [διαμετρέω] afgemeten.
Russian (Dvoretsky)
διαμετρητός: отмеренный (χῶρος Hom.).
English (Autenrieth)
measured off, laid off, Il. 3.344†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαμετρητός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος
2. διαμετρικός.
Greek Monotonic
διαμετρητός: -ή, -όν, αυτός που έχει μετρηθεί και διαχωρισθεί, καταμετρημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμετρητός: -ή, -όν, ὁ μετρηθεὶς καὶ χωρισθείς, δ. ἐνὶ χώρῳ Ἰλ. Γ. 344.
Middle Liddell
διαμετρητός, ή, όν adj [from διαμετρέω
measured out or off, Il.