ἀπρόβουλος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρόβουλος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[sans réflexion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρόβουλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, = ἀπροβούλευτος, only in Adv. ἀπροβούλως = rashly, A.Ch.620 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
desprevenido ὕπνος A.Ch.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.ad loc.
German (Pape)
[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans réflexion.
Étymologie: ἀ, πρόβουλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόβουλος: -ον, = ἀπροβούλευτος: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.
Greek Monolingual
ἀπρόβουλος, -ον (Α)
απροβούλευτος.
Greek Monotonic
ἀπρόβουλος: -ον = ἀπροβούλευτος, αυτός που ενεργεί ή γίνεται χωρίς προμελέτη· επίρρ. -λως, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
without premeditation:— adv. -λως, recklessly, Aesch.