διαπορία: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />embarras, incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[διαπορέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[embarras]], [[incertitude]].<br />'''Étymologie:''' [[διαπορέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:05, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, Zweifel, D. L. 10, 27. 119; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
embarras, incertitude.
Étymologie: διαπορέω.

Russian (Dvoretsky)

διαπορία: ἡ Plut., Diog. L. = διαπόρημα.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορία: ἡ, = διαπόρησις, Διογ. Λ. 10. 27, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
problema, dificultad πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω Aristox.Harm.62.13, διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχει Gal.5.721, Διαπορίαι tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c, πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμα Syrian.in Metaph.29.17, cf. Simp.in de An.24.1, 6
διαπορίαν ἔχειν producir problemas, ser confuso ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίαν Anon.in Cat.53.1, cf. 49.25.