φυγαδευτήριον: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />lieu de refuge, lieu d'asile.<br />'''Étymologie:''' [[φυγαδεύω]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[lieu de refuge]], [[lieu d'asile]].<br />'''Étymologie:''' [[φυγαδεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:50, 8 January 2023
English (LSJ)
τό, city of refuge, LXX Nu.35.6, Jo.20.2, al.
German (Pape)
[Seite 1311] = φυγαδεῖον, LXX.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de refuge, lieu d'asile.
Étymologie: φυγαδεύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠγᾰδευτήριον: τό убежище Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγαδευτήριον: τό, πόλις καταφυγῆς, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΛΕ΄, 15, Ἰησ. Κ΄, 2, κλπ.)· οὕτω φυγαδευτηρία πόλις, Ἐκκλ. ΙΙ. καταφύγιον ἀπό τινος πράγματος, παθῶν Ἰουστῖν. Μάρτ. Μ. 40C.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
1. καταφύγιο, άσυλο
2. μτφ. μέσο προφύλαξης («παθῶν... φυγαδευτήριον», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγαδεύω + κατάλ. -τήριον].