φυγαδευτήριον
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
τό, city of refuge, LXX Nu.35.6, Jo.20.2, al.
German (Pape)
[Seite 1311] = φυγαδεῖον, LXX.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de refuge, lieu d'asile.
Étymologie: φυγαδεύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠγᾰδευτήριον: τό убежище Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγαδευτήριον: τό, πόλις καταφυγῆς, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΛΕ΄, 15, Ἰησ. Κ΄, 2, κλπ.)· οὕτω φυγαδευτηρία πόλις, Ἐκκλ. ΙΙ. καταφύγιον ἀπό τινος πράγματος, παθῶν Ἰουστῖν. Μάρτ. Μ. 40C.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
1. καταφύγιο, άσυλο
2. μτφ. μέσο προφύλαξης («παθῶν... φυγαδευτήριον», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγαδεύω + κατάλ. -τήριον].