μορφώτρια: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui donne une forme.<br />'''Étymologie:''' [[μορφόω]].
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui donne une forme]].<br />'''Étymologie:''' [[μορφόω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφώτρια Medium diacritics: μορφώτρια Low diacritics: μορφώτρια Capitals: ΜΟΡΦΩΤΡΙΑ
Transliteration A: morphṓtria Transliteration B: morphōtria Transliteration C: morfotria Beta Code: morfw/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. as if from *μορφωτήρ, συῶν μ. changing men into swine, E.Tr.437.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, (fem. zu μορφωτήρ), Bildnerinn; συῶν, Eur. Troad. 437.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui donne une forme.
Étymologie: μορφόω.

Russian (Dvoretsky)

μορφώτρια: ἡ изменяющая форму: ἡ συῶν μ. Κίρκη Eur. Кирка, превращающая (людей) в свиней.

Greek (Liddell-Scott)

μορφώτρια: ἡ, θηλ. ὡς ἐξ ἀρσ. μορφωτήρ, ἡ συῶν φορφώτρια Κίρκη, ἡ μεταμορφοῦσα τοὺς ἄνδρας εἰς χοίρους Κίρκη, Εὐρ. Τρῳ. 437.

Greek Monolingual

μορφώτρια, ἡ (Α)
(για την Κίρκη) αυτή που μεταμορφώνει («Λιγυστίς θ'ἡ συῶν μορφώτρια Κίρκη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου μορφωτήρ (< μορφῶ)].

Greek Monotonic

μορφώτρια: ἡ (μορφόω), συῶν μορφώτρια, αυτή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μορφώτρια, ἡ, μορφόω
συῶν μ. changing men into swine, Eur.