λαχανεύω: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=planter des légumes;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λαχανεύομαι]] se nourrir de légumes.<br />'''Étymologie:''' [[λάχανον]]. | |btext=[[planter des légumes]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λαχανεύομαι]] se nourrir de légumes.<br />'''Étymologie:''' [[λάχανον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαχανεύω]] (Α) [[λάχανον]]<br /><b>1.</b> [[φυτεύω]] λάχανα<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λαχανεύομαι]]<br />[[μαζεύω]] λάχανα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[τόπο]]) [[χρησιμεύω]] για [[φύτευση]] λαχάνων ή [[παράγω]] λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι' ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», <b>Στράβ.</b>)<br />β) τρώγομαι ως [[λάχανο]] («λαχανεύεται δὲ ἑφθόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα λαχανευόμενα</i><br />τα λάχανα. | |mltxt=[[λαχανεύω]] (Α) [[λάχανον]]<br /><b>1.</b> [[φυτεύω]] λάχανα<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λαχανεύομαι]]<br />[[μαζεύω]] λάχανα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[τόπο]]) [[χρησιμεύω]] για [[φύτευση]] λαχάνων ή [[παράγω]] λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι' ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», <b>Στράβ.</b>)<br />β) τρώγομαι ως [[λάχανο]] («λαχανεύεται δὲ ἑφθόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα λαχανευόμενα</i><br />τα λάχανα. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 9 January 2023
English (LSJ)
A plant vegetables, PSI4.403.13 (iii B.C.):—Pass., to be planted with vegetables or produce them, Str.5.4.3, App.Pun.117, PStrassb.122.5 (ii A.D.); τὰ-όμενα vegetables, Sor.1.87. 2 Pass., to be used as pot-herbs, λαχανεύεται ἑφθόν Dsc.2.119. II Med., gather herbs, Luc.Lex.2.
French (Bailly abrégé)
planter des légumes;
Moy. λαχανεύομαι se nourrir de légumes.
Étymologie: λάχανον.
Greek Monolingual
λαχανεύω (Α) λάχανον
1. φυτεύω λάχανα
2. μέσ. λαχανεύομαι
μαζεύω λάχανα
3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι' ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.)
β) τρώγομαι ως λάχανο («λαχανεύεται δὲ ἑφθόν», Διοσκ.)
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τα λαχανευόμενα
τα λάχανα.