κλιβανεύς: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κλιβανεύς]] και [[κριβανεύς]]) [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]]]]<br />αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το [[ψήσιμο]] του ψωμιού και τών φαγητών, [[αρτοποιός]] («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).
|mltxt=ο (Α [[κλιβανεύς]] και [[κριβανεύς]]) [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]]<br />αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το [[ψήσιμο]] του ψωμιού και τών φαγητών, [[αρτοποιός]] («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).
}}
}}

Latest revision as of 17:38, 10 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιβανεύς Medium diacritics: κλιβανεύς Low diacritics: κλιβανεύς Capitals: ΚΛΙΒΑΝΕΥΣ
Transliteration A: klibaneús Transliteration B: klibaneus Transliteration C: klivanefs Beta Code: klibaneu/s

English (LSJ)

v. κριβανεύς.

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.

Greek Monolingual

ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).