ὁμούρησις: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμούρησις]] | |mltxt=[[ὁμόρησις]] και [[ὁμορόησις]], [[ὁμορρόησις]] και, δ. γρφ., [[ὁμόρωσις]] και αττ. τ. [[ὁμήρησις]] και ιων. τ. [[ὁμούρησις]] (Α) [[ομορέω]]<br /><b>1.</b> [[γειτνίαση]], [[γειτονία]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[γειτνίαση]] τών πλανητών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 30 January 2023
English (LSJ)
Ionic for ὁμόρησις; but ὁμούρησις, Attic for ὁμήρησις (a word not found elsewhere), Hsch.
German (Pape)
[Seite 341] ἡ, ion. = ὁμόρησις, das Angränzen, die Nachbarschaft, Epicur. bei D. L. 10, 64.
Greek Monolingual
ὁμόρησις και ὁμορόησις, ὁμορρόησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω
1. γειτνίαση, γειτονία
2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.