τσέρκι: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(42) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[στεφάνη]] βαρελιού<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] που χρησιμεύει για [[στήριξη]] ή [[συγκράτηση]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] παιχνιδιού, η [[κρικηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cerchio</i> «[[κύκλος]], [[στεφάνη]]»]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[στεφάνη]] βαρελιού<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] που χρησιμεύει για [[στήριξη]] ή [[συγκράτηση]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] παιχνιδιού, η [[κρικηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>[[cerchio]]</i> «[[κύκλος]], [[στεφάνη]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:37, 2 March 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. στεφάνη βαρελιού
2. κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση
3. είδος παιχνιδιού, η κρικηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerchio «κύκλος, στεφάνη»].