φίμωση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>1.</b> [[έμφραξη]] πόρου, [[κλείσιμο]] διόδου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[στένωση]] της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την [[έξοδο]] της βαλάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφαρμογή]] φιμώτρου<br /><b>2.</b> το [[κλείσιμο]] του στόματος κάποιου με ειδικό [[μέσο]] ώστε να μην μπορεί να μιλάει<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαγόρευση]] της ελευθερίας του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον θάνατο) [[σίγαση]]<br /><b>2.</b> [[παύση]] της λειτουργίας.
|mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ]] / -ώνω<br /><b>1.</b> [[έμφραξη]] πόρου, [[κλείσιμο]] διόδου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[στένωση]] της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την [[έξοδο]] της βαλάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφαρμογή]] φιμώτρου<br /><b>2.</b> το [[κλείσιμο]] του στόματος κάποιου με ειδικό [[μέσο]] ώστε να μην μπορεί να μιλάει<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαγόρευση]] της ελευθερίας του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον θάνατο) [[σίγαση]]<br /><b>2.</b> [[παύση]] της λειτουργίας.
}}
}}
{{trml
{{trml
Line 6: Line 6:
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: [[voorhuidsvernauwing]]; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: [[phimosis]]; German: [[Phimose]]; Ancient Greek: [[φίμωσις]]; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: [[fimosi]]; Japanese: 包茎; Latin: [[phimosis]]; Polish: stulejka; Portuguese: [[fimose]]; Russian: [[фимоз]]; Spanish: [[fimosis]]
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: [[voorhuidsvernauwing]]; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: [[phimosis]]; German: [[Phimose]]; Ancient Greek: [[φίμωσις]]; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: [[fimosi]]; Japanese: 包茎; Latin: [[phimosis]]; Polish: stulejka; Portuguese: [[fimose]]; Russian: [[фимоз]]; Spanish: [[fimosis]]


ar: شبم; ast: Fimosis; be: Фімоз; bg: Фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: Fimosi; cs: Fimóza; da: Forhudsforsnævring; de: [[Phimose]]; el: [[Φίμωση]]; en: [[Phimosis]]; eo: Fimozo; es: [[Fimosis]]; eu: Fimosi; fa: فیموزیس; fi: Ahdas esinahka; fr: [[Phimosis]]; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: Fimoza; hu: Fitymaszűkület; hy: Ֆիմոզ; id: Fimosis; it: [[Fimosi]]; ja: 包茎; ko: 포경; ky: Фимоз; lt: Fimozė; mk: Фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: Phimoos; nl: [[Fimosis]]; no: Fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: Stulejka; pt: [[Fimose]]; ro: Fimoză; ru: [[Фимоз]]; scn: Fimosi; sh: Fimoza; sk: Fimóza; sr: Фимоза; sv: Förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: Фимоз; uk: Фімоз; uz: Fimoz; vi: Hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: Phimosis
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: [[Phimose]]; el: [[φίμωση]]; en: [[phimosis]]; eo: fimozo; es: [[fimosis]]; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: [[phimosis]]; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: [[fimosi]]; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: [[fimosis]]; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: [[fimose]]; ro: fimoză; ru: [[фимоз]]; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis
}}
}}

Latest revision as of 19:59, 3 April 2023

Greek Monolingual

η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
φιμῶ / -ώνω
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.

Translations

phimosis

Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis

ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: Phimose; el: φίμωση; en: phimosis; eo: fimozo; es: fimosis; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: fimosis; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: fimose; ro: fimoză; ru: фимоз; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis