κακόχολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), [[πρβλ]]. <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), [[πρβλ]]. [[πικρόχολος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος
2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρόχολος].