κοψομεσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), [[πρβλ]]. <i>στραβο</i>-<i>μεσιάζω</i>].
|mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), [[πρβλ]]. [[στραβομεσιάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:39, 8 May 2023

Greek Monolingual

και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβομεσιάζω].