ευρεσιτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], [[πρβλ]]. | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας, ο [[εφευρέτης]]<br /><b>2.</b> ο [[εφευρετικός]], ο [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[τέχνη]], [[πρβλ]]. [[ερασιτέχνης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασιτέχνης].