φάγαινα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $1$3, $5$7)]")
m (Undo revision 2946352 by Spiros (talk))
Tag: Undo
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> [[<i></i>-<i>]], [[</i>φλύκτ]])].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φλύκτ</i>-<i>αινα</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:08, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγαινα Medium diacritics: φάγαινα Low diacritics: φάγαινα Capitals: ΦΑΓΑΙΝΑ
Transliteration A: phágaina Transliteration B: phagaina Transliteration C: fagaina Beta Code: fa/gaina

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ, A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V. II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγρ-αινα, φλύκτ-αινα)].